χηβάδα

χηβάδα
η съедобная улитка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χηβάδα" в других словарях:

  • χηβάδα — η, Ν η αχηβάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. χήμη «είδος κοχυλιού», μέσω ενός αμάρτυρου *χημάδα (βλ. και λ. αχηβάδα)] …   Dictionary of Greek

  • αχηβάδα — η γενική κοινή ονομασία που δίνεται σε διάφορα δίθυρα μαλάκια, συνήθως εδώδιμα 2. η κόγχη του Αγίου Βήματος των ναών 3. κοιλότητα στον τοίχο. [ΕΤΥΜΟΛ. (α)χηβάδα < χημάδα < αρχ. μσν. χήμη «αχηβάδα» βλ. και λ. χηβάδα] …   Dictionary of Greek

  • χιβάδα — η, Ν βλ. χηβάδα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»